ταχυπιεστήριο

ταχυπιεστήριο
το, Ν
(τυπογρ.) μηχανοκίνητο τυπογραφικό πιεστήριο που εκτυπώνει με μεγάλη ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + πιεστήριο. Η λ. είναι απόδοση τού γερμ. Schnellpresse και μαρτυρείται από το 1837 στο ημερολόγιο Εφετηρίς τού Α. Ι. Κλάδου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταχυπιεστήριο — το μηχανικό κυλινδρικό πιεστήριο που εκτυπώνει με μεγάλη ταχύτητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”