- ταχυπιεστήριο
- το, Ν(τυπογρ.) μηχανοκίνητο τυπογραφικό πιεστήριο που εκτυπώνει με μεγάλη ταχύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + πιεστήριο. Η λ. είναι απόδοση τού γερμ. Schnellpresse και μαρτυρείται από το 1837 στο ημερολόγιο Εφετηρίς τού Α. Ι. Κλάδου].
Dictionary of Greek. 2013.